- πανθαλέων
- πανθαλήςgiver of all bloommasc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανθαλής — ές, Α αυτός που έχει πολύ πλούσια βλάστηση, θαλερότατος ή αειθαλής («πανθαλέων ἀνθέων», Βακχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θαλής (< θάλος < θάλλω «βλαστάνω»), πρβλ. αει θαλής] … Dictionary of Greek